-
1 ΛΉΓω
ΛΉΓω (vgl. λέγω, legen), aufhören lassen, besänftigen, beruhigen; μένος, den Zorn stillen, Il. 13, 424; οὐδὲ Σκάμανδρος ἔληγε τὸ ὃν μένος, ἀλλ' ἔτι μᾶλλον χώετο, 21, 305; auch τινά τινος, οὐδέ κεν ἃς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο, die Hände vom Morden aufhören lassen, Od. 22, 63. – Gew. intr., aufhören, Ggstz von ἄρχομαι, Il. 9, 97; ἀρχομένου δὲ πίϑου καὶ λήγοντος κορέσασϑαι, Hes. O. 366, wie Theocr. 17, 1 u. in Prosa, ἕωϑεν ἀρξάμενοι ἀκούειν τῶν προςιόντων οὐκ ἐλήξαμεν πρόσϑεν ἑσπέρας, Xen. Cyr. 7, 5, 42; sich legen, nachlassen, abstehen von Etwas, oft absolut, Il. 21, 248, λήξαντος οὔρου Pind. P. 4, 292, ψεκὰς δὲ λήγει Aesch. Ag. 1516, ὀξὺς νότος ἃς λήγει Soph. Ai. 251, πόνου λήξαντος Phil. 634, öfter, ἅμα τῷ τοῠ σώματος ἄνϑει λήγοντι Plat. Conv. 183 e; ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen. An. 7, 6, 6, u. sonst; εἴς τι, Her. 4, 39. – Häufiger c. gen., οὐδ' Ἀγαμέμνων λῆγ' ἔριδος, Il. 1, 319, er ließ nicht ab vom Streite, hörte nicht auf zu streiten, öfter χόλοιο, φόνοιο u. ä.; κλαυμάτων λήξασα τῶνδε, Aesch. Pers. 691; ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε, Soph. O. C. 340; ὕπνου, μόχϑου, Eur. Rhes. 71 El. 340; in Prosa sehr geläufig, τῆς ὀδύνης, ἔρωτος, Plat. Phaedr. 240 e 255 d; τῶν πόνων, Isocr. 1, 14; Sp., wie Pol. τῆς ἐπιβολῆς, 4, 82, 2. – Auch c. partic., Τρῶας δ' οὐ πρὶν λήξω ὑπερφιάλους ἐναρίζων, Il. 21, 224, ich werde nicht eher aufhören zu tödten, vgl. 9, 191 Od. 8, 87; εὖτ' ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χϑόνα λήξῃ, Aesch. Pers. 357; οὐ λήξω τοὺς βόσκοντας ϑεραπεύων, Eur. Ion 182; οὔποτε λήγει κινο ύμενον, Plat. Phaedr. 245 c; Xen. Ages. 11, 2 u. Sp.
-
2 ληγω
1) сдерживать, унимать(μένος Hom.; γόον Anth.)
; удерживать(χεῖρας φόνοιο Hom.)
2) прекращать, кончать, переставать, класть конец(ἔριδος, φόνοιο, χοροῦ Hom.; μόχθου Eur.; λ. τῆς ὀδύνης Plat.)
ἐν σοὴ μὲν λήξω, σέο δ΄ ἄρξομαι Hom. — тобой я закончу (речь), но с тебя же и начну;λ. τοῦ βίου Xen. — кончать жизнь, умирать;οὔποτε λήγει κινούμενον Plat. — (то, что является источником движения), никогда не перестает двигаться;ἥ λήγουσα (sc. συλλαβή) грам. — конечный слог3) прекращаться, кончаться(ἥ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen.; λήγοντος τοῦ χειμῶνος Arst.)
λήξαντος οὔρου Pind. — когда ветер улегся; -
3 ἱστίον
1 sailἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.92
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.293
ἀνὰ δἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου N. 5.51
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
-
4 λήγω
1 come to an end δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον fr. 124c. λήξαντος οὔρου having slackened P. 4.292 -
5 μεταβολά
-
6 οὖρος
------------------------------------οὖρος (ὁ)1 guardianἈχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
------------------------------------1 breezeναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.292
esp. met.,λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον O. 13.28
ὄφρα Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
------------------------------------v. ὄρος -
7 λήγω
Aἔλληξα A.R.2.84
:—stay, abate,Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα Il.13.424
, cf. 21.305;λ. γόον AP7.549
(Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63.II more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν .. Il.19.423;οὐδέ τ' ἔληγε θεὸς μέγας 21.248
;ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι 9.97
, cf. Hes. Op. 368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at.., Hdt.7.216, cf. Th.7.6;ἡ ἡμέρη ἔληγε Hdt.9.52
, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc.,λ. μένος ἠελίοιο Hes.Op. 414
;λήξαντος οὔρου Pi.P.4.292
; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag. 1534 (lyr.), S.Aj. 258 (anap.);ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Pl.Smp. 183e
.2 c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319, 224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394;ἀοιδῆς Hes.Th.48
(dub. l.); (troch.); θρήνων, γόων, S.El. 104 (anap.), 353; ; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8;φύλλα πτόρθοιο λ. Hes.Op. 421
; alsoλ. ἀπ' ἔργων A.R.4.928
: c. dat.,λ. τῇ αὐθαδίᾳ PTeb.16.9
(ii B.C.).3 c. part.,ὁπότε λήξειεν ἀείδων Il. 9.191
, cf. Od.8.87;οὐ πρὶν λήξω.. ἐναρίζων Il.21.224
;εὖτ' ἂν φλέγων.. ἥλιος χθόνα λήξῃ A.Pers. 365
, cf. 831; ;λήγει κινούμενον Pl.Phdr. 245c
, etc.4 with Preps.,λ. ἔς τι Hdt.4.39
, Plot.3.2.2;ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν App.Hisp.75
(73).5 Gramm., terminate, of a word,εἰς ε ¯ λ. A.D.Pron.11.9
, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313.6 follow logically, Them.in Ph.115.5; τὸ λῆγον, opp. τὸ ἡγούμενον, the consequent, opp.antecedent, Chrysipp.Stoic.2.70, S.E. P.2.111, 112.7 of months, = φθίνω, IG12(3).325.20 ([place name] Thera); alsoπερὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν D.24.98
;τοῦ χειμῶνος -οντος Th.5.81
; so perh. εἰς τὸ λῆγον is to be read for εἰς τὸ λῆγος in Gp.12.1.4.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский